φαγωματιά

φαγωματιά
η, Ν
φθορά που οφείλεται σε τριβή ή σε διάβρωση, φάγωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάγωμα, -ατος + κατάλ. -ιά (πρβλ. δαγκωματ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φαγωματιά — η διάβρωμα, φθορά από διάβρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”